στιχουργική

στιχουργική
Η επιστήμη που εξετάζει τον τρόπο της κατασκευής των στίχων, τους κανόνες δηλαδή σύμφωνα με τους οποίους γίνεται η σύνθεση των στίχων που απαρτίζουν ένα ποίημα. Οι κανόνες αυτοί αφορούν κυρίως τον αριθμό των συλλαβών, την τομή, την ομοιοκαταληξία, την προσωδία, τη συναρμογή των στίχων σε στροφές και σε ποιήματα ορισμένης μορφής. Ο ποιητής, για να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο ή τις εντυπώσεις του από το εξωτερικό περιβάλλον, χρησιμοποιεί ορισμένα μέσα που αποτελούν επίσης αντικείμενο της έρευνας της σ., όπως η συνίζηση, η παρήχηση, η ποιητική άδεια, τα συνώνυμα κ.ά. Σ’ αυτά προσθέτονται και οι διάφοροι παραστατικοί τρόποι του δημιουργού ενός ποιήματος, όπως είναι η αλληγορία, η παρομοίωση, η υπερβολή, η προσωποποίηση κλπ. Η σ. εξετάζει ακόμα και κάθε ζήτημα σχετικά με το χρόνο της εμφάνισης ενός είδους στίχου και με τον τρόπο της χρησιμοποίησης του κάθε φορά ανάλογα με την εποχή. Από την εποχή του συμβολισμού, άρχισε να γίνεται αισθητή μια ανησυχία απέναντι στους κανόνες. Η εναντίωση στην παραδοσιακή σ. εκδηλώθηκε με τον Γ. Καν και τους οπαδούς του, οι οποίοι απόρριψαν όλους τους κανόνες και υποστήριζαν ότι βάσιζαν την ποιητική τους δημιουργία αποκλειστικά και μόνο στο προσωπικό τους αίσθημα του ρυθμού και της αρμονίας. Αργότερα, οι οπαδοί του ελεύθερου στίχου απέρριψαν μόνο τους κανόνες που φαίνονταν σ’ αυτούς αστήριχτοι, ενώ ο σουρεαλισμός αρκέστηκε στο να προβάλει για την ακοή και την όραση τα ποιητικά στοιχεία, όπως αυτά εμφανίζονται στο υποσυνείδητο. Η βυζαντινή σ. εξακολούθησε να μιμείται τα αρχαία μέτρα παρόλη την έλλειψη της προσωδίας. Η εκκλησιαστική ποίηση, κυριότερη έκφραση της βυζαντινής ποίησης, χρησιμοποίησε άρρυθμες μεταφράσεις ψαλμών και ύμνων του Δαβίδ και της Παλαιάς Διαθήκης. Διαμορφώθηκε κυρίως τον 6o αι. και χρησιμοποίησε την ομοιοκαταληξία στηριγμένη στον τονισμό, όπου στηρίζεται εξάλλου και η νεοελληνική σ. Η ιδιορρυθμία της ελληνικής γλώσσας επιβάλλει την προσαρμογή της προς το ρυθμό. Αργότερα η νεοελληνική ποίηση ακολούθησε τα ξένα πρότυπα με την εισαγωγή του ελεύθερου στίχου και του σουρεαλισμού απορρίπτοντας τους κανόνες της παραδοσιακής σ., όπως έγινε και με τις άλλες χώρες. Κυριότερες από τις μελέτες και τις πραγματείες σχετικά με τη νεοελληνική σ. είναι οι εξής: Στιχουργική της Γραικικής γλώσσης του Α. Λασκαράτου, Στιχουργική του Π. Γριτσάνη, Ο ελληνικός στίχος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα της Δ. Μοάτσου, Νεοελληνική Στιχουργική του Η. Βουτιερίδη, Νεοελληνική Μετρική του Θ. Σταύρου κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στιχουργική — η τέχνη ποιητική: Παραβαίνει τους κανόνες της στιχουργικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρικός — ή, ό (Α μετρικός, ή, όν) [μέτρον] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο μέτρο ή αυτός που χρησιμεύει στη μέτρηση («μετρικοὶ ῥυθμοί», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μετρικός αυτός που ασχολείται ειδικά ή αυτός που είναι έμπειρος στη… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μετρομανής — ές μανιώδης στη στιχουργική, αυτός που φροντίζει υπερβολικά τη μετρική τών ποιημάτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + μανής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …   Dictionary of Greek

  • στιχουργία — η, ΝΑ [στιχουργός] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιχουργώ, η σύνθεση στίχων, η συγγραφή ποιημάτων νεοελλ. 1. η τέχνη τού να συνθέτει κανείς στίχους, η στιχουργική 2. το σύνολο τών κανόνων με τους οποίους γράφεται ένα ποίημα …   Dictionary of Greek

  • στιχουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στιχουργία ή στον στιχουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η στιχουργική α) το σύνολο τών κανόνων που διέπουν τη σύνθεση ενός ποιητικού έργου, η τεχνική τής στιχουργίας, η τέχνη τού να γράφει κανείς ποιήματα β) η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”